- αμοίχευτος
- -η, -ο (Α ἀμοίχευτος, -ον) [μοιχεύω]νεοελλ.αυτός που δεν εμοίχευσε, που δεν είναι μοιχόςαρχ.ο δίχως μοιχεία, καθαρός«κλίνη ἀμοίχευτος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μοιχεύω.ΠΑΡ. μσν. ἀμοιχεύτως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμοίχευτος — not born in adultery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοίχευτος — η, ο 1. αυτός που δεν έκαμε μοιχεία: Απόδειξε αναμφισβήτητα πως ήταν αμοίχευτος. 2. αυτός που σε βάρος του δεν έγινε μοιχεία: Μ όλες τις διαδόσεις για τον άντρα της πίστευε πως ήταν αμοίχευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμοίχευτον — ἀμοίχευτος not born in adultery masc/fem acc sg ἀμοίχευτος not born in adultery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιχεύτους — ἀμοίχευτος not born in adultery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՇՆԱՑԵԱԼ — ( ) NBH 1 0214 Chronological Sequence: 10c ἁμοιχεύτος Իբր Ոչ ծնեալ ʼի շնութենէ. հարազատ. *Մանկունս հարազատս արասցես անշնացեալս. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)